ακατάτμητος

ακατάτμητος
-η, -ο [κατατέμνω]
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατατμηθεί, να κομματιαστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”